Σκυμμένος πάνω από την κάνουλα, βάζω κρασί σε πελάτη. Ένα ήσυχο μεσημέρι θα έλεγα, καθημερινή προ Covid19.
Πάραυτα, σαν να νιώθω στην ατμόσφαιρα να πλανάται μια ανυπομονησία, ένα κάτι…! Σαν να αισθάνομαι πως κάποιος κάτι θέλει να μου πει. Δεν αποσώνω το γέμισμα και με την περιφερειακή μου όραση διακρίνω μια γυναικεία φιγούρα να γλιστρά στο background και να στέκεται πίσω από τον πελάτη που περιμένει να πληρώσει. Μικρόσωμη, περασμένης ηλικίας και μαυροφορεμένη. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα, για το αν έχει πράξει σωστά που στέκεται έξω από το μαγαζί μου, την έχουν ισοπεδώσει! Μοιάζει σαν να πρόκειται να επιβιβαστεί στο διαστημόπλοιο Enterprise…
Ακολουθεί διάλογος χωρίς υπότιτλους:
– Γειας, θέλου λίγου κρασί να μι βάλτε.
– Γεια σας κυρία μου! Τι καλά να σας δώσουμε;
– Θέλου κρασί σαν εκείν που πήρ ου μπρουστά!
– Θέλετε να σας βάλω λοιπόν Βιολογικό Λευκό Τυρνάβου. Πόσο θέλετε;
– Ιένα κιλό, αλλά ιαν ιέχει μπακό, δε του θέλου.
Εδώ ανοίγω παρένθεση και λέω, πως η μαύρη αλήθεια είναι ότι δεν πολυέδωσα σημασία στο μπακό, πήρα ένα μπουκάλι και άρχισα να βάζω το κρασί συμπληρώνοντας:
– Σε εμάς μόνο καλά πράγματα θα βρείτε.
– Ναι ναι, αλλά ιγώ ψουνίζ χουρίς μπακό. Διε πιστεύου να μι βάζεις μι μπακό;
Τι έγινε ρε παιδιά; Connection failed; Δεν ήξερα τι να απαντήσω… Δεν μου είχε τύχει ξανά να μην γνωρίζω κάτι για το κρασί… Τι να της πω; Έχω κατεβάσει εκκεντροφόρο, έχω ανοίξει manual, ενώ παράλληλα κρυφογκουγλάρω στο κινητό ‘μπακό’, μπας και με λυπηθεί το Wikipedia…Και εκεί που ταπεινωμένος πλέον πάω να κάνω την αναμενόμενη ερώτηση τι είναι το μπακό… ακούω:
– Του μπακό είν του όξ απ’δώ. Του λέν κι οι σπουδαγμέν! Δι του έχς ακούσ;
Μαζεύω πίσω τον πρώτο φθόγγο της ερώτησης που πήγα να ξεστομίσω και κάνω Ctrl+F5 για ανανέωση πληροφοριών… Για μερικά δεύτερα τρώω κόλλημα… Ξαφνικά, ενώ γεμίζω κρασί και ακούω τα περί μπακό, στρίβω πίσω και πιάνω ένα εμφιαλωμένο μπουκάλι απ’ τα ράφια και της το δείχνω.