Καλοκαίρι πρωί 08:00, ανοίγω 10:00. Είπα να πάω νωρίς να συμμαζευτώ λίγο, γιατί είχα ένα μαγαζί αχούρι! Φτάνω, δεν ανάβω φώτα για να μην μπουκάρει κανείς και ανεβαίνω πατάρι για απογραφή, να δω τι έχω, τι θέλω, ποιος είμαι, που πάω.
– Εεε θα σκοτωθούμε, βγάλε αυτό το πράγμα απ’ τη μέση! Ανοίξτε να μπω!
«Τίς φωνασκεﺁ;» αναρωτιέμαι κουτρουβαλώντας τη σκάλα, ώστε να τον προλάβω να μην εισβάλει στο μαγαζί!
-Καλά έχεις τρελαθεί; Τι βάζεις το τραπέζι στη πόρτα, να πέσουμε πάνω και να τσακιστούμε;
Εδώ θα μου επιτρέψετε να ανοίξω μία παρένθεση και να αναφέρω, ότι συν τοις άλλοις διανύαμε και περίοδο πανδημίας, οπότε όλοι οι πελάτες εξυπηρετούνταν απ’ έξω. Για το σκοπό αυτό είχα τοποθετήσει ένα μικρό μεταλλικό τραπεζάκι (εκείνο του ουζομεζέ) στη πόρτα, για να τους φρενάρω. Στην προκειμένη περίπτωση η πόρτα ήταν κλειστή και το τραπεζάκι μέσα στο μαγαζί, δυο βήματα παραπίσω…